-
1 ομιλητής
[омилитис] ουσ. а. докладчик, диктор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομιλητής
-
2 докладчик
-
3 лектор
-
4 оратор
-
5 лектор
ο καθηγητής, ο ομιλητής (στη διάλεξη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лектор
-
6 ведущий
веду́щ||ий1. прич. от вести́·2. прил (главный) ἡγετικός, προεξάρχων:\ведущийая роль ὁ ἡγετικός ρόλος· \ведущийне отрасли промышленности οἱ κυριώτεροι κλάδοι τής βιομηχανίας·3. прил тех. κινητήριος:\ведущийее колесо ὁ κινητήριος τροχός·4. м ἀβ. ὁ ἐπικεφαλής, ὁ ὁδηγός/ мор. ὁ πωτόπλους·5. м (на концерте, в театре) ὁ ὁμιλητής, ὁ κονφερανσιέ. -
7 докладчик
доклад||чикм ὁ είσηγητής, ὁ ὁμιλητής. -
8 лектор
лект||орм ὁ ὁμιλητής. -
9 оратор
ораторм ὁ ρήτορας [-ωρ], ὁ ἀγορητής, ὁ ὁμιλητής. -
10 предыдущий
предыду́щ||ийприл προηγούμενος, πρότερος, προγενέστερος:\предыдущий оратор ὁ προηγούμενος ὁμιλητής, ὁ προαγορεύσας· на \предыдущийей странице στήν προηγουμένη σελίδα -
11 лектор
[λιέκταρ] ουσ. α. ομιλητής -
12 оратор
[αράταρ] ουσ. α ρήτορας, ομιλητής -
13 лектор
[λιέκταρ] ουσ α ομιλητής -
14 оратор
[αράταρ] ουσ α ρήτορας, ομιλητής -
15 ведущий
1. μτχ. ενστ. του ρ. вести.2. επ. προπορευόμενος, προηγούμενος, ο επικεφαλής.3. μτφ. βασικός, κύριος•-ая отрасль промышленности βασικός τομέας της βιομηχανίας.
4. κινητήριος•-ее колесо ο κινητήριος τροχός.
ουσ. ομιλητής, κονφερασιέρ, παρουσιαστής. -
16 конферансье
α. άκλ. παρουσιαστής, -τρία, ομιλητής, κονφερανσιέ. -
17 краснобай
-я α.γλαφυρός ομιλητής, εύγλωττος και κούφος. -
18 лектор
-а α.-ша, -и θ.διαλεξίας, ομιλητής, -τρία. -
19 тихо
1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•
ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.
См. также в других словарях:
ομιλητής — ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) [ομιλώ] νεοελλ. πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής μσν. αρχ. ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.) αρχ. 1. διδάσκαλος, κήρυκας 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ὁμιλητής — ὁμῑλητής , ὁμιλητής disciple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που μιλάει δημόσια, που κάνει διάλεξη, ανακοίνωση, που βγάζει λόγο: Κατά την προεκλογική περίοδο ακούμε πολλούς ομιλητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ὁμιλητά — ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητής disciple masc nom/voc/acc dual ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc voc sg ὁμῑλητά , ὁμιλητής disciple masc nom sg (epic) ὁμῑλητά , ὁμιλητός with whom one may converse neut nom/voc/acc pl ὁμῑλητά̱ , ὁμιλητός with whom one may … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκράις, Πολ Χέρμπερτ — (Paul Herbert Grice, 1913 – 1988). Βρετανός φιλόσοφος. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία της γλώσσας και από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως το 1967 ανήκε στο διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το 1967 ονομάστηκε καθηγητής στο… … Dictionary of Greek
ὁμιλητάς — ὁμῑλητά̱ς , ὁμιλητής disciple masc acc pl ὁμῑλητά̱ς , ὁμιλητής disciple masc nom sg (epic doric aeolic) ὁμῑλητά̱ς , ὁμιλητός with whom one may converse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lefteris Poulios — Infobox Writer name = Lefteris Poulios imagesize = caption = birthdate = 1944 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1969 ndash; influences = influenced = website = footnotes… … Wikipedia
Damascios — le Diadoque (né à Damas vers l an 458, mort après 538 en Égypte, est un philosophe néoplatonicien, disciple de Marinos de Néapolis, maître de Simplicios de Cilicie. Son nom le dit : de Damas. Il fut le dernier diadoque (διάδοχος[1],… … Wikipédia en Français
Damascios le Diadoque — Damascios Damascios le Diadoque (né à Damas vers l an 458, mort après 538 en Égypte, est un philosophe néoplatonicien, disciple de Marinos, maître de Simplicios de Cilicie. Son nom le dit : de Damas. Il fut le dernier diadoque (διάδοχος,… … Wikipédia en Français
Damascius — Damascios Damascios le Diadoque (né à Damas vers l an 458, mort après 538 en Égypte, est un philosophe néoplatonicien, disciple de Marinos, maître de Simplicios de Cilicie. Son nom le dit : de Damas. Il fut le dernier diadoque (διάδοχος,… … Wikipédia en Français